- όπλομαι
- ὅπλομαι (Α)(ποιητ. τ.) ετοιμάζω, παρασκευάζω, ιδίως δείπνο («δεῑπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὅπλεσθαι, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα, αποτελεί μάλλον εσφ. γρφ. αντί τού ὁπλεῖσθαι (< ὁπλέω). Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι το απρμφ. ὅπλεσθαι προέρχεται από ένα ρ. ὅπλομαι, παρά την ύπαρξη τού μυκηναϊκού ανθρωπωνυμίου oporomeno, το οποίο πιθ. πρέπει να διαβαστεί ὁπλόμενος].
Dictionary of Greek. 2013.